Translate

16/7/14

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΕΛΟΥΡΓΙΑ Η πάντερπνη ηχητική έκφραση της ορθόδοξης λατρείας του Γρ. Στάθη Καθ. Παν/στημίου

Με τους όρους ‘βυζαντινή’ και ‘μεταβυζαντινή’ μουσική προσδιορίζεται και χαρακτηρίζεται η ελληνική μουσική έκφραση και παράδοση, με μιαν αδιάκοπη συνέχεια και ομογένεια, περνώντας μεσ’ απ’ τους μακρούς αιώνες του βυζαντινού πολιτισμού. Ως τέχνη η Βυζαντινή μουσική αποτελεί έκφανση του βυζαντινού πνεύματος και πολιτισμού και οργανώθηκε, απ’ τα μέσα του ι΄ αιώνος ή και λίγο νωρίτερα, σε πλήρες, αυτοτελές, άρτιο και ομοιογενές σύστημα σημειογραφίας για την τελειότερη δυνατή έκφραση της λατρείας της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας. Η φροντίδα για θεοσέβεια, η ευπρέπεια και η ετοιμασία των ελλήνων και ελληνοφώνων –βυζαντινών και μεταβυζαντινών- και παντοιογλώσσων άλλων ορθοδόξων χριστιανών να μιλήσουν στο Θεό και στους αγίους του δημιούργησαν έναν απ’ τους μεγαλύτερους μουσικούς πολιτισμούς της οικουμένης, τον βυζαντινό και μεταβυζαντινό – νεοελληνικό, που είναι και ο μακρωβιότερος ανάμεσα στους γνωστούς μουσικούς πολιτισμούς, όσον αφορά στην ομοιογενή γραπτή παράδοσή του. Το ελληνικό σύστημα σημαδογραφίας ή σημειογραφίας ή παρασημαντικής είναι, στην πρωτοφανέρωσή του, απότοκο του ελληνικού αλφαβήτου, κι είναι και το ίδιο ένα σοφό ηχητικό αλφάβητο. Η συνομοουσιότητα των δύο γραφών, του αλφαβήτου των γραμμάτων και της σημαδογραφίας, είναι απόλυτα πολιτισμικά μεγέθη, με τα οποία οδηγούμαστε σε αυτογνωσία και κοινωνία οι έλληνες ‘απανταχού γης’ και κατατείνουμε σε θεογνωσία, αφού με το λόγο ντυμένο με το ένδυμα του μέλους αναφερόμαστε στο Θεό και προσομιλούμε.

Ο γραπτός αυτός και έντεχνος μουσικός ελληνικός πολιτισμός μιας χιλιετίας (10ος –20ος αιώνες) είναι η μελοποιία της Ελληνικής Ψαλτικής Τέχνης, βυζαντινής και μεταβυζαντινής. Η Ψαλτική στην ορθόδοξη λατρεία είναι λογική μουσική, με την έννοια ότι η μουσική αποτελεί το ένδυμα του λόγου, ή, κατά πως λέει ο Γρηγόριος Νύσσης, «η μουσική ερμηνεύειν βούλεται την των λεγομένων διάνοιαν» (Migne PG, 44, 444). Κατά συνέπεια, πρέπει να το αναγνωρίζουμε και να το κανοναρχούμε μ’ευγνωμοσύνη ότι η Μουσική αυτή, ως Ψαλτική Τέχνη της λατρείας και ως ομόχυμο βλάστημα του λόγου, είναι το φυλακτήριο και το διαχρονικό σχολείο που περιφρουρεί και διαφυλάσσει και παραδίδει την γλώσσα την ελληνική, αλώβητη και καθαρή, με την ποικιλία των καταλήξεών της, με τους τόνους και τα πνεύματά της, όπως πέρασαν και αναπτύχθηκαν στην σημειογραφία της, γιατί αυτά είναι μελικά στοιχεία κι έχουν εκφραστικό βάρος ανεπανάληπτο. Ντυμένη με το μέλος των ψαλμάτων η ελληνική γλώσσα έγινε ιερή, καθ-ιερώθηκε, και φθέγγεται τις προσευχές των ορθοδόξων ελλήνων από γενεά σε γενεά. Κι είναι, ακριβώς, ο λόγος, η ελληνική γλώσσα, το ακαταμάχητο καο αδιαμφισβήτητο τεκμήριο της ελληνικότητας της βυζαντινής και μεταβυζαντινής Μουσικής. Κι είναι, κατά παραλληλία, η μουσική αυτή ένα απ’ τα κυριώτερα εκδηλώματα της ζωής των ελλήνων και μαζί ένα απ’ τα γνησιώτερα μέσα της εθνικής αυτοσυνειδησίας.

Και ωνομάσα, παραπάνω, αυτήν την μουσική ‘γραπτόν και έντεχνον ελληνικό μουσικό πολιτισμό’ και για τον λόγο ότι οι έλληνες αυτής της χιλιετίας, μεχρι τα μέσα του 19ου αιώνος, δεν γνώριζαν κανέναν άλλον μουσικόν πολιτισμό, παρά μονάχα τον αραβοπέρσικο, τον οποίο μπόρεσαν και κράτησαν ως ‘εξωτερική ή εθνική μουσική’, ως μουσική αλλοφύλλων και αλλοθρήσκων λαών, χωρίς να επηρεάζει τη δική τους ‘εθνική και θρησκευτική μουσική έκφραση’. Έτσι έφτασε ως εμάς η μουσική αυτή εξειλιγμένη και εξηγημένη απ’ τους μεταβυζαντινούς έλληνες διδασκάλους, μουσικολογιωτάτους πρωτοψάλτες, λαμπαδαρίους, δομεστίκους, μοναχούς, ιερομονάχους, λογιωτάτους κληρικούς, επισκόπους και πατριάρχες, με μιαν αδιάκοπη διαδοχή μέσα στην αμετάλλαχτη λειτουργική πράξη της Εκκλησίας, και αποτελεί πατρογονικό κληρονόμημα και μνημείο τέχνης, όπως κι όλα τ’ άλλα. Και χρειάζεται από όλους εμάς προσεκτική και ευλαβική προσέγγιση, γιατί ανήκει σε όλους μας.

Με τις φτερούγες αυτού του μουσικού πολιτισμού πετάει ψηλά και φτερουγίζει παντού ο υμνογραφικός λόγος της Εκκλησίας, που είναι πάγκοινη έκφραση των συναισθημάτων των ανθρώπων στις δημόσιες λατρευτικές συνάξεις. Ο υμνογραφικός λόγος, η θαυμασιώτατη αυτή και ευγενέστατη ελληνική εκκλησιαστική ποίηση, είναι προσωπικός και μαζί καθολικός, κι είναι δημιούργημα των αγίων της Εκκλησίας, που είχαν βιωματική σχέση με τον Θεό. Ο υμνογραφικός λόγος προβάλλει έντονα το προσωπικό στοιχείο, για να τονίζεται η προσωπική πληρότητα του καθένα πιστού. Ο ορθόδοξος είναι μόνος, ‘ενώπιος ενωπίω’, απέναντι στον Θεό που λατρεύει. Κι επειδή ο Θεός και η ψυχή μας είναι δύο απόλυτα στοιχεία που προσδιορίζουν την ένταση ή την ανάταση ή την έκστασή μας, η έκφραση των συναισθημάτων μας είναι ποικιλώτατη. Ανάμεσα στον φόβο και στον πόθο απ’ τη δίψα του Θεού η υμνολόγα ψυχή υφαίνει σαν σαϊτα τους πολυποίκιλους και ποικιλώνυμους ύμνους της. Ο αίνος, ο ύμνος, η δοξολογία, το μεγαλυνάρι, το δοξαστικό, το ιδιόμελο και το προσόμοιο, όλη η ορθόδοξη υμνογραφία, ντυμένη με την βυζαντινή μουσική, είναι φωνητική υπόθεση κι αποτελεί την ηχητική έκφραση των πιστών κατά την προσομιλία τους με τον Θεό σε μιαν άμεση σχέση. Η αναφορά του λογικού ανθρώπου στον Θεό είναι ο λόγος, γιατί και ‘ο Λόγος σαρξ εγένετο’ για μας.

Όλα αυτά, που με κάπως αφοριστικό τρόπο σημειώθηκαν εδώ, ήταν αναγκαία επειδή πρέπει να τονισθεί ότι οι απαρχές της Βυζαντινής Μουσικής και η εξέλιξή της σε Τέχνη, με κορυφαία και ανεπανάληπτα επιτεύγματα, ευδοκίμησαν στον μοναστηριακό περίβολο και στον γενικώτερο εκκλησιαστικό χώρο, ως μουσική έκφραση της λατρείας. Ο αρίφνητος πλούτος των χειρογράφων της βυζαντινής και μεταβυζαντινής μελοποιίας αφορά αποκλειστικά στην εκκλησιαστική μουσική. Η μουσική αυτή, ως Ψαλτική Τέχνη, είναι η λόγια, η έντεχνη, η κλασσική Ελληνική Μουσική, και είναι φωνητική, μονοφωνική και ανόργανη. Παράλληλα, όμως, και παραπληρωματικά υπάρχει η δημοτική ή κοσμική ή λαϊκή μουσική, που έχει την δική της ιστορία και φιλολογία και λειτουργεί με τα ίδια στοιχεία της Ψαλτικής Τέχνης. Η κοσμική όμως, αυτή μουσική δεν είναι καταγραμμένη με την βυζαντινή σημειογραφία, παρά μονάχα σποραδικά απ’ τον ις΄ αιώνα και μετά και πιο συστηματικά κατά τον ιθ΄ και τον κ΄ αιώνα.



Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή, λοιπόν, Μουσική είναι η Ελληνική Μουσική που περιλαμβάνει τους δύο κλάδους της μουσικής έκφρασης, τον εκκλησιαστικό –λατρευτικό και κοσμικό- δημοτικό κλάδο` η χειρόγραφη παράδοση, όμως, της μουσικής αυτής αφορά στην Ψαλτική Τέχνη.

Η καταγραφή της υμνολογίας με σημειογραφία και η παράδοσή της με χειρόγραφους κώδικες αρχίζει στα μέσα του ι΄ αιώνος, ή και λίγο νωρίτερα. Δύο αιώνες πριν είχε αποκρυσταλλωθή, με τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό (…754), η οκτωηχία της ορθόδοξης Ψαλτικής, η οποία, ως σύστημα σχέσεων των ήχων και ομάδων τροπαρίων, ήταν γνωστή απ’ τον καιρό του Σεβήρου Αντιοχείας (512-519).

Η σημειογραφία, η σημαδιογραφία, η παρασημαντική, είναι αποκύημα του βυζαντινού πνεύματος και πολιτισμού και είναι ένα σοφό σύστημα για την τέλεια έκφραση της μονοφωνικής λογικής μουσικής. Απ’ την φανέρωσή της (μέσα ι΄ αιώνος) μέχρι σήμερα η βυζαντινή σημειογραφία πέρασε από τέσσερα στάδια εξελίξεως, που ορίζουν τις τέσσερις περιόδους της. Και την εξέλιξη και τον προσδιορισμό των περιόδων δεν τον ορίζουν ιστορικά γεγονότα, τα οποία μπορεί να συμβαίνουν κοντά στις αλλαγές της σημειογραφίας και να τις επηρεάζουν, αλλά εσωτερικές διεργασίες και εσωτερικά κριτήρια της σημειογραφίας. Τέτοια στοιχεία απαραίτητα και αδιάσειστα είναι τέσσερα: α) η εμφάνιση και ο αριθμός των σημαδιών` β) η ενέργεια των σημαδιών` γ) η αχρήστευση και η βαθμιαία εξαφάνιση κάποιων σημαδιών` και δ) η μεταγραφή του σχήματος κάποιων σημαδιών, αλλά κυρίως του μέλους της σημειογραφίας. Όταν συμβαίνει έστω και ένα, απ’ αυτά τα αφοριστικά στοιχεία, κάποια χρονική περίοδο και παγιώνεται, μπορούμε να μιλάμε για αλλαγή περιόδων στην παράδοση της σημειογραφίας.

Έτσι έχουμε:

α) την ‘πρώϊμη βυζαντινή σημειογραφία’

(μέσα ι΄ αιώνος έως 1177),

β) την ‘μέση πλήρη βυζαντινή σημειογραφία’

(1177-1670 περίπου),

γ) την ‘μεταβυζαντινή εξηγητική σημειογραφία’

(1670 περίπου-1814),

δ) την ‘αναλυτική σημειογραφία της Νέας Μεθόδου’

(1814 έως σήμερα).

Σ’ αυτό το διάστημα της υπερχιλιετίας γράφτηκαν πάνω από 7.000 (τόσοι περίπου είναι γνωστοί) μουσικοί κώδικες, μεμβράνινοι και χαρτώοι, απ’ τους ίδιους τους μελουργούς, -βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς-, που οι περισσότεροι ήταν και καλλιτέχνες κωδικογράφοι. Οι κώδικες αυτοί αποτελούν έναν αρίφνητο μουσικό πλούτο της νυχθήμερης ακολουθίας, περιέχουν μελοποιήματα αναφερόμενα σε όλα τα γένη και είδη μελοποιίας, και παραδίδουν τα ‘ποιήματα’ χιλίων περίπου βυζαντινών και μεταβυζαντινών μελουργών, των μεγάλων ελλήνων μελουργών, απ’ τους οποίους οι εκατό, τουλάχιστον, είναι κορυφαίοι δημιουργοί και μεγάλα πνεύματα της ανθρωπότητος. Ο αριθμός αυτών των χειρογράφων γράφτηκε με μια προϊούσα αύξηση` πολλά, σχετικά, χειρόγραφα γράφτηκαν τον ι΄- ιε΄ αιώνα, και πάμπολλα – ο διπλάσιος σχεδόν αριθμός- τον ιζ΄ έως και τον ιθ΄ αιώνα.

Τα δημιουργήματα της βυζαντινής και μεταβυζαντινής μελοποιίας διακρίνονται σε τρία μεγάλα Γένη: α) το Παπαδικό Γένος μελών, το οποίο αναπτύχθηκε πάνω στην ψαλμική ποίηση του Δαβίδ, και αφορά στα σταθερά μέρη των Ακολουθιών της νυχθήμερης ασματικής πράξεως` β) το Στιχηραρικό Γένος, το οποίο αποτελεί το μουσικό ένδυμα των στιχηρών ιδιομέλων, των τροπαρίων δηλαδή που έχουν δικό τους – ίδιον μέλος, ψάλλονται μετά από κάποιον στίχο του Ψαλτηρίου και αναφέρονται στις εορτές του ορθοδόξου Εορτολογίου όλου του χρόνου` γ) το Ειρμολογικό Γένος, που και αυτό οφείλει την ονομασία του στο λειτουργικό βιβλίο Ειρμολόγιο. Το Ειρμολόγιο περιέχει τους ειρμούς, τα πρώτα τροπάρια –πρότυπα- των εννέα ωδών, του ποιητικού βυζαντινού είδους ‘Κανών’. Και τα τρία αυτά Γένη μελών διακρίνονται σε διάφορα είδη, ανάλογα με την μελική ανάπτυξη των νοημάτων και ανάλογα με το ύφος που επικρατούσε κατά εποχές και κατά τόπους. Στην εξέλιξη των ειδών της μελοποιίας καταγράφεται και η συμβολή των μεγάλων μελουργών που επέβαλαν αυτήν ή την άλλη εξέλιξη, πάντοτε μέσα στις τελετουργικές διατάξεις της Εκκλησίας και με φροντίδα για ‘πλείονα καλλωπισμόν’ των λατρευτικών ακολουθιών.

Η λογική λατρεία της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας, -με την ελληνική Λογοτεχνία, ως Ευχολόγιο και Υμνογραφία, και την ελληνική Ψαλτική Τέχνη, ως το κάλλιστο ηχητικό επιτήδευμα-, είναι πάνω απ’ όλα έκφραση αιωνιότητος. Η έκφραση αυτή δηλοποιεί και την βέβαιη και αμετάθετη πίστη και την κοινωνία των αγίων. Με την λατρεία μπορούν οι πιστοί να γεύονται απ’ τη γη τους ουρανούς.

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *