Με την ευχή οι δάσκαλοι να γνωρίσουν την αξία του μουσικού μας πλούτου, να τον αγαπήσουν για να μπορέσουν να τον μεταδώσουν και στους μαθητές τους, ο Χρόνης Αηδονίδης ξετυλίγει μέσα από αυτή τη συνέντευξη στο «Παιδεύω» το μεγάλο κεφάλαιο που λέγεται παραδοσιακή μουσική. Ο μουσικός που έκανε γνωστό σε όλη την Ελλάδα τον ζωναράδικο μιλά για την ανάγκη διαφύλαξης της ταυτότητάς μας.
Παιδεύω: Κύριε Αηδονίδη, γιατί οι περισσότεροι Νεοέλληνες -και πάντως όλα τα παιδιά- ταυτίζουν συνειρμικά τη βυζαντινή μουσική αποκλειστικά με την Εκκλησία; Δεν είναι η “κλασική” μουσική των Ελλήνων, ανεξάρτητα από την εκκλησιαστική της χρήση, και μάλιστα 3-4 αιώνες προγενέστερη της δυτικής κλασικής;
Χρόνης Αηδονίδης: Πρέπει να παραδεχθούμε ότι δεν είναι παράλογο να ταυτίζουν όλοι σχεδόν σήμερα την βυζαντινή μουσική με την εκκλησία. Ασφαλώς η βυζαντινή μας μουσική είναι «παιδί» της αρχαίας ελληνικής μας μουσικής παράδοσης και, ως εκ τούτου, συνδέονται στην ιστορία της όλες οι γενιές του ελληνικού φύλου. Ωστόσο, η μουσική αυτή έχει έναν συγκεκριμένο σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε και εξελίχθηκε, στα χρόνια του Βυζαντίου, κι αυτός δεν είναι άλλος απ’ το να εκφράσει τα λατρευτικά συναισθήματα των Ελλήνων.
Μεγάλοι υμνογράφοι και μελωδοί –οι περισσότεροι από αυτούς Άγιοι της εκκλησίας μας- συνέθεσαν στίχους και μουσική βασισμένη καθ’ όλα στην αρχαία ελληνική μουσική, μετεξελίσσοντάς την, και με θεοπνευστία, περιέγραψαν όλα τα σημαντικά γεγονότα της χριστιανοσύνης, ύμνησαν τους άθλους και τον ασκητισμό των αγίων, προσευχήθηκαν και δόξασαν τον Θεό. Γι’ αυτό άλλωστε συνηθίζουμε να την αποκαλούμε ορθότερα ως «βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική».
Είναι άλλο το γεγονός ότι παράλληλα με την εκκλησιαστική βυζαντινή μουσική, της οποίας ο έντονος θρησκευτικός ρόλος μας κάνει σήμερα να ταυτίζουμε γενικά την βυζαντινή μουσική με την εκκλησία, αναπτύχθηκε και η λεγόμενη «κοσμική» βυζαντινή μουσική, η οποία διαμορφώνεται μουσικά, με κάπως περισσότερη ελευθερία, στις βυζαντινές εκκλησιαστικές μουσικές κλίμακες. Αυτή είναι μία μουσική που δεν χρησιμοποιείται σήμερα, όπως κατ’ αντιστοιχία χρησιμοποιείται η βυζαντινή εκκλησιαστική στα ψαλτήρια. Μπορεί κανείς να βρει δείγματά της μόνο σε κάποιες δισκογραφικές δουλειές ορισμένων μελετητών.
Πράγματι όμως, στο σύνολό της η βυζαντινή μουσική, τόσο η εκκλησιαστική, η οποία και επικρατεί, όσο και η πάλαι ποτέ κοσμική, συνθέτουν ένα μουσικό θησαυρό, απομεινάρι και συνεχιστή της αρχαίας μας ελληνικής μουσικής ταυτότητας και δικαίως πρέπει να αποκαλείται ως «κλασική μουσική της Ελλάδας».
Παιδεύω: Τι και τι χάνει η νέα γενιά μας, και εν γένει ο Ελληνισμός, με τον συστηματικό παραγκωνισμό των βυζαντινών και παραδοσιακών ακουσμάτων από την κουλτούρα μας;
Χρόνης Αηδονίδης: Είναι αλήθεια πως ο παραδοσιακός μας μουσικός πολιτισμός, δηλαδή τόσο η βυζαντινή μας μουσική όσο και το δημοτικό μας τραγούδι, έχουν, κατά καιρούς, υποστεί ανελέητο αποκλεισμό και παραγκωνισμό. Σε κάποιες μάλιστα εποχές, όταν για παράδειγμα πρωτοασχολήθηκα συστηματικότερα εγώ με το παραδοσιακό τραγούδι, τη δεκαετία του πενήντα, όπου επικρατούσε έντονα το λαϊκό τραγούδι, όποιος ασχολιόταν με τα παραδοσιακά θεωρούνταν «ντεμοντέ». Ήταν σχεδόν ντροπή να λες πως είσαι από χωριό ή πως τραγουδάς τα τραγούδια του τόπου σου.
Γι’ αυτό άλλωστε κι εγώ, επηρεασμένος από αυτήν την νοοτροπία, όταν ήρθα στην Αθήνα και ο αείμνηστος λαογράφος μας Πολύδωρας Παπαχριστοδούλου με προσέγγισε για να συμμετέχω στις ραδιοφωνικές εκπομπές του με τραγούδια της Θράκης, του απάντησα, πως «ωραία αυτά τα τραγούδια, τα αγαπώ αλλά ντρέπομαι να τα πω». Τότε ήμουν νέος και δεν μπορούσα να καταλάβω. Χρειάστηκαν τα λόγια αυτού του μεγαλύτερου τότε και σοφού ανθρώπου, για να με κάνουν να δω την αλήθεια. Έτσι και οι νέοι σήμερα – δεν τους αδικώ – αφού από το πρωί ως το βράδυ ακούν στα ραδιόφωνα και στις τηλεοράσεις ένα σωρό άλλα είδη μουσικής εκτός της γνήσιας ελληνικής, ούτε να την καταλάβουν μπορούν, ούτε να την νιώσουν, ούτε – πολύ περισσότερο – να δουν την αλήθεια που κρύβει και την χρησιμότητά της στην ψυχή τους. Γιατί δεν μιλάμε απλώς για ένα είδος μουσικής, αλλά μιλάμε για ολόκληρη την ιστορία του γένους μας.
Στα δημοτικά μας τραγούδια είναι γραμμένος ο καημός και ο πόνος για τις αλησμόνητες πατρίδες, οι κακουχίες αλλά και οι χαρές των παππούδων μας, η καθημερινή τους ζωή, οι αγάπες τους, τα ήθη και τα έθιμά τους. Είναι γραμμένη όλη η ιστορία που σέρνουμε στις πλάτες μας, ως παιδιά τους. Κι όταν ένας άνθρωπος δεν μπορεί ή δεν ξέρει να τιμά και να «ακούει» την ιστορία του, τότε μένει μισός άνθρωπος.
Παιδεύω: Γιατί, πιστεύετε, γίνεται αυτό και ποιοι ευθύνονται; Τα μέσα ευρείας δημοσιότητας, οι δισκογραφικές εταιρίες, το εμπόριο των μουσικών προϊόντων, η Πολιτεία, όλοι μαζί;
Χρόνης Αηδονίδης: Δυστυχώς όλοι, λίγο ως πολύ, έχουν βάλει το χεράκι τους σε αυτήν την ιστορία. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό να βλέπουμε τους γείτονές μας τους Τούρκους, οι οποίοι ανέπτυξαν τη παραδοσιακή μουσική τους επί τη βάσει της δικής μας μουσικής, να έχουν σθεναρή υποστήριξη από το Κράτος τους και να επιδεικνύουν καταπληκτικές ορχήστρες, κι ο δικός μας λαός να αντιμετωπίζει το παραδοσιακό μας τραγούδι σαν δεύτερο και τρίτο και τελευταίο είδος. Τα μέσα ενημέρωσης, και ειδικά τα ραδιόφωνα, ασφαλώς παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο σε αυτό. Ας μην ξεχνάμε πως έχουν τη δύναμη, όπως κάθε σύγχρονο μέσο ενημέρωσης, να διαμορφώνουν μουσικές προτιμήσεις. Όταν τα δεκαπεντάχρονα παιδιά ακούν σήμερα από το πρωί ως το βράδυ όλα τα ξενόφερτα τραγούδια και τίποτε άλλο, ασφαλώς αυτό θα προτιμήσουν κι αυτό θα μιμηθούν. Όταν δεν υπάρχει καμία φωνή σε όλα αυτά τα μέσα που να προτείνει κάτι διαφορετικό, δεν υπάρχει και διαδικασία επιλογής. Όλα γίνονται κατευθυνόμενα και ο κόσμος τα δέχεται σα μασημένη τροφή. Στο ίδιο μοτίβο κινούνται ασφαλώς και οι δισκογραφικές εταιρείες, κι εκεί ακόμα χειρότερα, μιας και οι εταιρείες αυτές – όπως προκύπτει και από το όνομά τους- έχουν ως αποκλειστικό στόχο το κέρδος. Παράγουν ό,τι πουλάει, ανεξάρτητα από την αξία του.
Είναι πολύ σπάνιο να βρει κανείς κάποιον παραγωγό, σε μεγάλη δισκογραφική εταιρεία, που να ενδιαφέρεται πραγματικά για το καλό παραδοσιακό τραγούδι και την διάσωσή του ή έστω για νέες δουλειές που βασίζονται στην παραδοσιακή μας μουσική. Κι αν υπάρχει, τα μεγάλα συμφέροντα των εταιρειών, που οι περισσότερες πια είναι πολυεθνικές και επομένως κατευθυνόμενες απ’ έξω, με ελάχιστα περιθώρια επιλογών, δεν θα τον αφήσουν να κινηθεί, όπως πιθανώς θα ήθελε, μιας και μια τέτοια δουλειά, με ελάχιστους ακροατές, ποτέ δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ωφέλιμη για τον σκοπό της εταιρείας.
Βέβαια για να μην τα βλέπουμε όλα αρνητικά, πρέπει να παραδεχτούμε ότι, ειδικά τα τελευταία χρόνια, η κατάσταση είναι κάπως καλύτερη. Σίγουρα ο θεσμός των μουσικών σχολείων, στα οποία, μεταξύ άλλων, διδάσκονται και παραδοσιακά όργανα και δημοτικό τραγούδι και βυζαντινή μουσική, έχει βοηθήσει πολύ. Επίσης οι πολυάριθμοι πολιτιστικοί σύλλογοι, ανά την Ελλάδα, που έχουν συσταθεί από μερακλήδες ανθρώπους, διασώζουν, με τις εκδηλώσεις και τις δραστηριότητές τους, την μουσική μας κληρονομιά, τους χορούς και τις παραδοσιακές μας στολές και μεταφέρουν την φλόγα τους στους νέους ανθρώπους.
Υπάρχουν επίσης και κάποιες μικρότερες δισκογραφικές εταιρείες που ενδιαφέρονται για τις παραδοσιακές εκδόσεις, ενώ υπάρχουν επίσης ορισμένα νέα παιδιά μουσικοί που είναι πραγματικά πολύ ταλαντούχοι και καταρτισμένοι και δίνουν ελπίδα ότι η μουσική μας ιστορία, παρά τις, κατά καιρούς αντιξοότητες κι όσο κι αν πέρασε διά πυρός και σιδήρου, αντιστάθηκε και αντιστέκεται και θα παραμένει ζωντανή και για τις επόμενες γενιές.
Παιδεύω: Πού διαπιστώνετε πιο πολύ ενδιαφέρον ή και αγωνία γονιών, δασκάλων και παιδιών για επαφή των νέων με τη μουσική μας παράδοση; Στα μεγάλα αστικά κέντρα ή στην περιφέρεια;
Χρόνης Αηδονίδης: Πρέπει να σας ομολογήσω ότι το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, εγώ προσωπικά, το έχω συναντήσει πρώτα στους ομογενείς μας στο εξωτερικό κι έπειτα –όσο κι αν αυτό ακούγεται παράξενο- στα αστικά κέντρα. Βέβαια, υπάρχουν και πολλές μεγάλες επαρχιακές πόλεις και χωριά που επιδεικνύουν σημαντική δραστηριότητα γύρω από την διάσωση και διάδοση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Παιδεύω: Πού νομίζετε ότι οφείλεται αυτός ο ζήλος;
Χρόνης Αηδονίδης: Πιστεύω ότι επειδή, ενόψει της παγκοσμιοποίησης, ο κόσμος στα αστικά κέντρα φοβάται, ίσως και υποσυνείδητα, πως είναι περισσότερο επισφαλής στην αλλοτρίωση που αυτή φέρει, δείχνει μεγαλύτερο ζήλο στην διαφύλαξη της ταυτότητάς μας. Αντιθέτως, στις επαρχίες, που ο κόσμος αισθάνεται πως «μένει πίσω», ή πως πρέπει να ακολουθεί τις προσταγές του αστικού τρόπου ζωής, για να προχωρήσει, εκεί θα δει κανείς πλήθος από «καφέ» με ροκ μουσική και διάφορα άλλα κέντρα διασκέδασης με μουσική οποιουδήποτε άλλου είδους, εκτός της δημοτικής. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις.
Όσο για τους ομογενείς μας στο εξωτερικό, πιθανώς ο ίδιος φόβος της αλλοτρίωσης, λόγω της απόστασής τους απ’ τα πατρώα εδάφη και της υποχρέωσής τους να ζουν και να μεγαλώνουν τα παιδιά τους μέσα σε έναν άλλο πολιτισμό, να τους οδηγεί να κρατάνε τόσο πολύ μέσα στην ψυχή τους την Ελλάδα και τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις της, σε τέτοιο βαθμό ώστε να φτάνουμε στο σημείο σήμερα να λέμε, με ειλικρίνεια, ότι οι πραγματικοί Έλληνες δεν κατοικούν στην Ελλάδα αλλά στο εξωτερικό. Νομίζω επίσης ότι αυτή η αγάπη και ο ζήλος που δείχνουν οι ομογενείς μας για την παράδοσή μας οφείλεται και στο γεγονός ότι, ειδικά σε κράτη όπως η Αμερική ή η Αυστραλία ή κάποιες μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, που φιλοξενούν μετανάστες από πολλά κράτη, υπάρχει κάποιος «ανταγωνισμός» ή καλύτερα άμιλλα μεταξύ των διαφορετικών φυλών για το ποιος θα παρουσιάσει καλύτερα την πολιτιστική ταυτότητα και κληρονομιά του.
Παιδεύω: Με το χέρι στην καρδιά, κ. Αηδονίδη, η Θράκη “κρατάει”;
Χρόνης Αηδονίδης: Η Θράκη κρατάει ακόμα. Ειδικά όμως ο νομός του Έβρου, κρατάει περισσότερο από τους υπόλοιπους νομούς. Τον λόγο τον εξηγώ με την ίδια λογική με την οποία μίλησα πριν και για τους ομογενείς μας στο εξωτερικό και για τους ανθρώπους στα αστικά κέντρα. Στο Έβρο, το αίσθημα του «ακρίτα» δεν έχει πάψει να υπάρχει στις καρδιές των ανθρώπων, μικρών και μεγάλων. Οι «φύλακες» πάντα ζουν με ένα χρέος, πόσο μάλλον οι φύλακες των συνόρων. Αυτό τους κάνει να κρατιούνται με περισσότερη δύναμη από όλα αυτά που τους ενώνουν. Τι μπορεί να ενώνει όμως περισσότερο τους ανθρώπους σε ένα έθνος, σε μία πόλη ή σε ένα χωριό, πέραν απ’ τον κοινό πολιτισμό τους; Γι’ αυτό θα δείτε ότι, επειδή ακριβώς στη Θράκη και ειδικά στον ακριτικό Έβρο, είναι πολύ ανεπτυγμένη αυτή η αίσθηση του «κοινού πολιτισμού» και της «ταυτότητας», όπου κι αν βρεθούν οι Θρακιώτες, σε όποιο μέρος της Ελλάδας ή του κόσμου, μόλις ακούσουν τον ζωναράδικο ή τον συγκαθιστό ή την μπαϊντούσκα θα σηκωθούν να χορέψουν και να τραγουδήσουν με όλη τους την ψυχή.
Παιδεύω: Τι μήνυμα θα στέλνατε στους δασκάλους που αγωνίζονται καθημερινά μέσα στη τάξη να μπολιάσουν τα παιδιά με την αγάπη στη λαϊκή μας παράδοση σε τόσο σύνθετη εποχή;
Χρόνης Αηδονίδης: Καταρχάς, δεν είμαι βέβαιος ότι όλοι οι δάσκαλοι σε όλα τα σχολειά, αγωνίζονται καθημερινά να μπολιάσουν στα παιδιά την αγάπη στην παράδοσή μας. Κι αυτό το λέω, όχι για κανέναν άλλο λόγο, παρά γιατί στο διδακτικό προσωπικό πλέον είναι και πολύ νεώτεροι άνθρωποι, οι οποίοι είναι πολύ πιθανό να μεγάλωσαν και αυτοί μακριά από την λαϊκή μας παράδοση, όπως και τα νέα παιδιά που είναι σήμερα μαθητές, σε αντίθεση με τους παλαιότερους δασκάλους και μεγαλύτερους ασφαλώς στην ηλικία που, λίγο ως πολύ, οι περισσότεροι γνώριζαν τι θα πει ζωή στο χωριό, είχαν ακούσει και κάποιο παραδοσιακό τραγούδι, το είχαν τραγουδήσει ή χορέψει σε κάποιο αυθεντικό ωραίο πανηγύρι του χωριού τους κ.ο.κ.
Εύχομαι λοιπόν πρώτ’ απ’ όλα οι δάσκαλοι να γνωρίσουν την αξία αυτού του μουσικού μας πλούτου. Να διαβάσουν τους μεγάλους μας λαογράφους, όπως τον Μέγα ή τον Πολίτη. Να ακούσουν τα τραγούδια μας τα παραδοσιακά και να θαυμάσουν τον τρόπο με τον οποίο ο λαϊκός ποιητής «κεντούσε» τις λέξεις και τραγουδούσε την ιστορία του λαού μας, την καθημερινότητα και τις ανάγκες του, τα πάθη, τις λύπες, τις χαρές και τα όνειρά του. Κι αφού νιώσουν πως πράγματι σέρνουν όλες τις γενιές που πέρασαν πάνω στους ώμους τους, με χρέος, όπως το έλεγε ο Καζαντζάκης, τότε να μπουν στην τάξη και να τα πουν απ’ την ψυχή τους. Να πουν στα παιδιά ένα ωραίο λαϊκό παραμύθι, να τους βάλουν να ακούσουν ένα ωραίο διδακτικό παραδοσιακό τραγούδι. Αν το αγαπήσει ο δάσκαλος αυτό που διδάσκει, ένα είναι σίγουρο: θα το αγαπήσει και ο μαθητής.
Πρέπει βέβαια να παραδεχτούμε ότι, αν σήμερα οι μαθητές μας στα σχολειά, δεν γνωρίζουν πολλά απ’ την παράδοσή μας, η ευθύνη δεν βαρύνει αποκλειστικά τους δασκάλους. Το εγκύκλιο πρόγραμμα σπουδών δεν δίνει πολλά περιθώρια σε αυτούς για να κινηθούν όπως θα ήθελαν. Παλαιότερα, για παράδειγμα, για να γίνει κάποιος δημοδιδάσκαλος έπρεπε να γνωρίζει απαραίτητα κάποιο παραδοσιακό όργανο. Επίσης στο μάθημα της ωδικής στα σχολεία μας, το εγκύκλιο πρόγραμμα προέβλεπε και την διδασκαλία παραδοσιακού τραγουδιού και χορού.
Σήμερα όμως, όχι μόνο το παραδοσιακό τραγούδι ή –πολύ περισσότερο- η βυζαντινή μας μουσική δεν διδάσκεται (ή διδάσκεται εντελώς ημιτελώς) αλλά κοντεύουν να καταργήσουν και το μάθημα των θρησκευτικών. Η θρησκεία μας όμως όπως και η μουσική μας η παραδοσιακή συνθέτουν την πολιτιστική μας ταυτότητα και στην ουσία είναι αυτά τα ίδια η ιστορία μας. Αν καταργήσουμε αυτά απ’ την παιδεία μας, τι θα μας μείνει;
… Ο Χρόνης Αηδονίδης έχει αφήσει το δικό του στίγμα στο χώρο της παραδοσιακής μουσικής. Οι σπάνιες ερμηνευτικές του ικανότητες, οι ιδιαίτεροι λαρυγγισμοί της βελούδινης φωνής του, το δημιουργικό του πνεύμα που τον οδήγησε να συνθέσει ξεχωριστές μελωδίες, είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά που τον κάνουν να ξεχωρίζει και να θεωρείται σήμερα ως ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της παραδοσιακής μας μουσικής και ως άνθρωπος που κατόρθωσε να απομακρύνει το παραδοσιακό από τα καταγώγια, όπου κάποτε το κατέτασσαν και να το οδηγήσει στο Ηρώδειο και στο Μέγαρο Μουσικής…
πηγή: http://www.paidevo.gr/teachers/?p=895