Η απήχηση του ομώνυμου άρθρου και ο
διάλογος που αναπτύσσεται μεταξύ των αγαπητών συναδέλφων ψαλτών ικανοποιεί τον
συντάκτη του, γιατί μαρτυρεί ότι η αγωνία για την αυθεντική ερμηνεία του μέλους, που είναι η πεμπτουσία της τέχνης
μας, είναι κοινή. Επί πολλά συναπτά έτη (45), ταπεινός διάκονος του Αναλογίου,
συντάσσεται με την προσπάθεια να διασωθεί και μεταδοθεί στους νεότερους γνήσια η
πατριαρχική παράδοση, βιώνοντας, όπως όλοι, τον άμετρο ζήλο άλλων ερμηνευτών να
θεωρούν παράδοση και την προσωπική τους ελεύθερη έκφραση.
Η αναζήτηση αυτή της
αυθεντικής (ορθής) ερμηνείας δεν είναι σημερινή, είναι διαχρονική, γιατί η
προφορική παράδοση δέχεται συνεχώς επιρροές, που αποκλίνουν του αποκλειστικού
λειτουργικού χαρακτήρα της. Η ψαλμωδία δεν
είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο βίωσης του μυστηρίου της σωτηρίας στον
αγιασμένο χώρο της Εκκλησίας. Είναι μια απλή και κατανυκτική μελωδία (λόγος και
μέλος), που μετοχεύει στις ψυχές τα υψηλά νοήματα των ιερών κειμένων και δεν
ευχαριστεί απλώς την ακοή μας. Γιατί «μια
ψαλμωδία που μας κάνει να προσέξουμε περισσότερο τη μουσική παρά το λόγο, δεν είναι καλή για τη θεία λατρεία»
(Διονυσίου, Μητρ. Κοζάνης, «Εφημέριος», Ιούλιος-Αύγουστος 2001, σ.18). «Ο λόγος είναι το κύριον και ο σκοπός, το
μέλος είναι οι δύο φτερούγες με τις οποίες μπορούμε να φτερουγίσουμε, πάνω απ’
τα γήϊνα, σε χώρους ουράνιους και να υμνήσουμε ως πιο πλησιανοί και οικείοι τη
δόξα του Θεού και το θαύμα της δικής μας σωτηρίας» (Γρ. Στάθη, Η μουσική
έκφραση των λειτουργικών ύμνων και η δυνατότητα μετάφρασής τους στη Νεοελληνική
γλώσσα, Περιοδικό «ΕΚΚΛΗΣΙΑ», ΟΗ΄ , τ. 2, σ. 119).
Αυτό είναι το
σεμνοπρεπές απλό ύφος και υψηλό ήθος της ψαλτικής, που αποσκοπεί, προβάλλοντας
τον λόγο δια του μέλους, να φέρει τον άνθρωπο στην κατάνυξη, που «καθαίρει τον νουν» (Αββάς Νείλος) και διαπορθμεύει απ’ τα βιοτικά στα
υπερβατικά. Ο δεινός μουσικός και άριστος μελοποιός και διδάσκαλος Πέτρος ο
Πελοποννήσιος, βαθύς γνώστης και της εξωτερικής μουσικής, όχι μόνο δεν ανέμειξε ξένα στοιχεία με εκκλησιαστικά μέλη, αλλά
περιορίστηκε και στην απλότητα της γραφής τους, ως «οικείας και προσηκούσης». Απομένει ο εκτελεστής, γνώστης της
ψαλτικής τέχνης, να ερμηνεύσει τους ύμνους με βάση τη σημειογραφία και την προφορική Παράδοση (όχι μετροφωνικά)
εκείνη που δεχόμαστε γενικά, με συμπεράσματα συνεδρίων, ειδικές εγκυκλίους της Εκκλησίας
και παραινέσεις των εγκρίτων εκ των ψαλτών, ως γνήσια. Ο Βασίλειος Στεφανίδης,
επιφανής μουσικός και ιατροφιλόσοφος, τονίζει την αξία της προφορικής παραδόσεως
με κάθετη διατύπωση: «των σημαδίων η
σημασία, γραφή ου διδάσκεται… αλλά μόνον δια ζώσης φωνής … ουδέ εκκλησιαστικός μουσικός λέγεται πρεπόντως ο μη
μαθών όσον το δυνατόν εκ παραδόσεως τα μέλη» (Β. Στεφανίδη, Σχεδίασμα περί
μουσικής ιδιαίτερον Εκκλησιαστικής, Παράρτημα Εκκλ. Αλήθειας, τ. Ε΄, Κων/λις
1902, σ. 274).
Συνεπώς το ζήτημα δεν
είναι πολύπλοκο, είναι απλό, όταν συνειδητοποιήσουμε τις ευθύνες μας οι
διδάσκαλοι και οι ερμηνευτές της λειτουργικής μας μουσικής, έναντι των πιστών,
της Εκκλησίας και αυτής της τέχνης, που έχει καθαγιαστεί με την πνοή τόσων
αγίων ψυχών.
Σκοπός του άρθρου
προφανέστατα δεν ήταν «τα ωραία λόγια», αλλά η καταγραφή των απόψεων μεγάλων
διδασκάλων, με τις οποίες, φαίνεται, όλοι να συμφωνούμε, όπως και με την
πρόταση-πρότυπο ερμηνείας του μέλους (Ιάκωβος Ναυπλιώτης).
Τι ανάγκην έχομε άραγε
άλλων παραδειγμάτων; Ωστόσο θα συμφωνήσουμε επίσης απόλυτα, και θα αναλύσουμε σε επόμενα σημειώματα, διεξοδικά, την
πρόταση αγαπητού συναδέλφου περί κωδικοποίησης
όλων των στοιχείων της μουσικής, με σκοπό την ενιαία έκφραση εντός της
διαφορετικότητας, διότι «ποικίλην τε και
πολυσχιδή την της ψαλτικής μεταχείρισιν» θεωρεί ο Χρυσάφης ο νέος.
Ο προβληματισμός
κοινός, ο διάλογος εποικοδομητικός, ο τόπος αφιλόξενος για αντιπαραθέσεις και η
αγάπη για τη μουσική μας δυνατή και μας ενώνει.
Εμείς «μηδενί
μηδέν οφείλομεν ει μη το αγαπάν αλλήλους, ο γαρ αγαπών το έτερον νόμον πεπλήρωκε» (Ρωμ. ιγ΄, 8).